Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η σκέψη

  • 1 σκέψη

    [-ις (-εως)] η
    1) мысль; мышление;

    έκαμε την εξής σκέψη — а) он подумал так; — б) он подал следующую мысль;

    κατέχομαι από τη σκέψη — носиться с мыслью;

    ο είρμός των σκέψεων — ход мыслей;

    οδηγώ στη σκέψη — наводить на мысль;

    2) размышление, раздумье; обдумывание;

    αυτό με βάζει σε σκέψεις — это наводит на размышления;

    βυθίζομαι σε σκέψ8ις — погружаться

    в размышления;
    3) сомнение, колебание;

    με τα λόγια σου μ'έβαλες σε σκέψη — своими словами ты вызвал у меня сомнения, колебания;

    μπαίνω σε σκέψη — колебаться, сомневаться;

    4) забота, беспокойство;

    αρρώστησε από την πολλή σκέψη — он заболел от больших забот;

    § υπό σκέψιν ( — находящийся) на рассмотрении, на обсуждении

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκέψη

  • 2 σκέψη

    [скэпси] ооа. в. мысль, обдумывание,end размышление,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκέψη

  • 3 σκέψη

    [скэпси] ооа. в. мысль, обдумывание, размышление.

    Эллино-русский словарь > σκέψη

  • 4 απασχολώ

    (ε) μετ.
    1) занимать, отрывать от дела, беспокоить, причинять хлопоты;

    δεν θα σας απασχολήσω πολύ — я вас долго не задержу;

    2) занимать делом, давать работу, занятие;
    3) занимать, интересовать;

    αυτή η σκέψη με απασχολεί πολύ — эта мысль меня очень занимает;

    απασχολοδμαι

    1) — быть занятым;

    2) заниматься каким-л. делом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απασχολώ

  • 5 βαθύς

    (ε)ιά, ύ [εία, ύ ]
    1) в разн. знач глубокий;

    βαθειά πληγή — глубокая рана;

    βαθύ φθινόπωρο — глубокая осень;

    βαθύ γήρας — или βαθιά γεράματα — глубокая старость;

    βαθιά μετόπισθεν — глубокий тыл;

    βαθύς ύπνος — глубокий сон;

    βαθειά σιγή — глубокое молчание;

    βαθύ μυστήριο — глубокая тайна;

    βαθύ πένθος — глубокий траур;

    βαθιά συγκίνηση (λύπη) — глубокое волнение (горе);

    βαθ(ε)ιές γνώσεις — глубокие знания;

    βαθ(ε)ιά σκέψη — глубокая мысль;

    βαθό μυαλό — глубокий ум;

    απλώνω βαθιές ρίζες прям., перен. — пускать глубокие корни;

    στα βαθιά — на большой глубине;

    2) удобный, мягкий (о мебели);
    3) тёмный (о цвете)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βαθύς

  • 6 διαυγής

    ης, ες
    1) ясный, чистый, прозрачный;

    διαυγές υγρόν — прозрачная жидкость;

    διαυγής φωνή — чистый голос;

    2) перен. ясный, чёткий;

    διαυγές υφός λόγου — чёткий стиль речи;

    3) перен. ясный, светлый; просветлённый; прояснившийся (о рассудке);

    διαυγ νούς ( — или σκέψη) — ясный ум

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαυγής

  • 7 ενδόμυχος

    η, ο [ος, ον ] 1. внутренний, сокровенный, тайный; заветный;

    ενδόμυχη πεποίθηση — внутреннее убеждение;

    ενδόμυχος πόθος — сокровенное желание;

    ενδόμυχη σκέψη — заветная мысль;

    2. πλ.:

    τα ενδόμυχα — сокровенное; — заветное;

    τα ενδόμυχα της ψυχής — сокровенные тайны души;

    τα ενδόμυχα τού νού — сокровенные мысли

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενδόμυχος

  • 8 μύχιος

    α, ο[ν] внутренний, глубокий; сокровенный;

    μύχιος πόθος — заветная мечта;

    μύχια σκέψη — сокровенная мысль;

    εκ μύχίων της ψυχής μου — всей душой, от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύχιος

  • 9 ολοκληρώνω

    [-ώ (ο)],μετ. завершать; доводить до конца1, доканчивать;

    ολοκληρώνω τη σκέψη — доводить до конца мысль

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ολοκληρώνω

  • 10 παρηγορώ

    (ε), παρηγοράω μετ. утешать; тешить;

    παρηγοριέμαι, παρηγορουμαι — утешаться; — тешиться;

    παρηγοριέμαι με την ελπίδα. — утешаться надеждой;

    παρηγοριέμαι με τη σκέψη — тешиться мыслью

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρηγορώ

  • 11 σοφός

    η, ό[ν]
    1) мудрый; учёный;

    σοφή σκέψη — гениальная мысль;

    2) ирон. премудрый

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σοφός

  • 12 υγιής

    ης, ες
    1) здоровый;

    υγιές παιδί — здоровый ребенок;

    υγιής τροφή (ατμόσφαιρα) — здоровая пища (обстановка);

    είμαστε όλοι υγιεις — мы все здоровы;

    2) здравый, разумный; логичный;

    υγιής σκέψη — здравый смысл;

    υγιείς αντιλήψεις — трезвые взгляды;

    υγιεις αρχές — разумные начала, принципы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υγιής

  • 13 ώριμος

    η, ο [ος, ον ]
    1) зрелый, спелый; выдержанный (о вине); 2) перен. зрелый, созревший;

    ώριμη σκέψη — зрелая мысль;

    ώριμο ζήτημα — назревший вопрос;

    μετά ώριμον σκέψιν αποφάσισε... — по зрелом размышлении он решил...;

    3) назревший (о нарыве);
    4) зрелый, возмужалый;

    ώριμη ηλικία — зрелый возраст

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώριμος

  • 14 (γραμ.) наречие, επ.ρρίπτω

    [эпиррипто] р. бросать упрёк, вменять в вину, επ.ρροή [эпирои] ουσ. Θ. влияние επ.σημαίνω [эписимэно] р. отмечать. επ.σημοποίηση [эписимопииси] ουσ. Θ. официальное подтверждение, επ.σημοποιώ [эписимопио] р. официально подтверждать, επ.σημος [эписимос] εκ. достоверный, официальный, επ.σημότητα [эписимотита] ουσ. Θ. достоверность, официальный характер. επ.σης [эписис] εκίρ. так же, одинаково. επ.σκέπτης [эпискептис] ουσ. а. посетитель. επ.σκέπτομαι [эпискептомэ] р. посещать, наносить визит, επ.σκευάζω [эпискевазо] р. исправлять, починять, επ.σκευή [эпискеви] ουσ. Θ. исправление, починка, επ.σκεψη [эпискепси] ουσ. Θ. посещение, визит, επ.σκιάζω [эпискиазо] р. покрывать тенью, омрачать, επ.σκίαση [эпискиаси] ουσ. Θ. затенение, осенение. επ.σκόπηση [эпискописи] ουσ. Θ. просмотр, обзор, επ.σκοπος [эпископос] ουσ. а. епископ. επ.σκοπώ [эпископо] р. просматривать, делать обзор, επ.σπεύδω [эписпэвдо] р. ускорять, торопить, επ.σπευση [эписпэфси] ουσ. Θ. ускорение. επ.στήμη [эпистими] ουσ. Θ. наука, знание. επ.στήμονας [эпистимонас] ουσ. а. учёный. επ.στημονικός [эпистимоникос]εκ. научный. επ.στολή [эпистоли] ουσ. Θ. письмо. επ.στράτευση [эпистратэфси] ουσ. Θ. мобилизация, призыв, επ.στρατεύω [эпистратэво] р. мобилизовать. επ.στρέφω [эпистрэфо] ρ. (μτβ.) возвращать. επ.στροφή [эпистрофи] ουσ. θ. возвращение. επ.συνάπτω [эписинапто] ρ. прилагать, присоединять, επ.σφαλής [эписфалис] εκ. непрочный, ненадёжный, επ.ταγή [эпитаги] ουσ. θ. приказание, предписание, επ.τακτικός [элитактикос] εκ. повелительный, настоятельный επ.ταξη [эпитакси] ουσ. θ. риквизиция επ.τάσσω [эпитасо] ρ. риквизировать επ.τάφιος [эпитафиос] εκ. надгробный. επ.τάχυνση [эпитахинси] ουσ. θ. ускорение. επ.ταχυντής [эпитахинтис] ουσ.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > (γραμ.) наречие, επ.ρρίπτω

См. также в других словарях:

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — η 1. το να σκέπτεται κάποιος, στοχασμός: Χρειάζεται πολλή σκέψη αυτό το ζήτημα. 2. αυτό που σκέφτεται κάποιος: Δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του. 3. μέριμνα, φροντίδα: Τον κούρασε η σκέψη για την αποκατάσταση του γιου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέψῃ — σκέπτομαι look aor subj mp 2nd sg σκέπτομαι look fut ind mp 2nd sg σκέψηι , σκέψις viewing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Σκέψη — Μηνιαίο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1962 από τον ποιητή Χρήστο Κουλούρη. Στις σελίδες του, εκτός από κείμενα γνωστών λογοτεχνών, δημοσιεύονται ειδήσεις και σχόλια για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της πρωτεύουσας και της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»